|
η наём; аренда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наём? — μίσθωση как на (ново)греческом будет слово аренда? — μίσθωση как с (ново)греческого переводится слово μίσθωση? — наём, аренда — διαβόητος — στοιχειοχυτικός — αχειροποίητος — αναγορευμένος — αλλαντοπωλείο — μεστώνω — αποσυνηθίζω — δανειολήπτης — σκλήρωση — περιτρίγυρα — θαλασσόβραχος — ευμετακόμιστος — εφοδεύω — ανεπαισθήτως — εντυπωτισμός — απιδίτης — κατοικώ — ζυγώ — καταρρακτώδης — λιβρέα — σπιρτόξυλο |
|||