|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εντροπία? — — ριζώνω — αμετολαμπάδευτος — τραμπούκο — τεντώνομαι — πεζοναυτικός — περίοπτος — βλεννώδης — προσωποποίηση — ναναρίζω — τσιμινιέρα — αμφισβητητικός — Γαλαξίας — πιττακώνω — διέγνων — αβασκαίνω — νεκροσέντονο — δοκιμιογράφος — χαλί — ιταμώς — φωνοσκόπιο — αναβάλλω |
|||