|
1) имеющий два отверстия; 2) обоюдоострый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два отверстия? — δίστομος как на (ново)греческом будет слово обоюдоострый? — δίστομος как с (ново)греческого переводится слово δίστομος? — имеющий два отверстия, обоюдоострый — γεννοβολώ — περίζωσμα — δίθυρος — μαργαρένιος — υδρομετρία — απροβόδιστος — ραφιδογράφος — συμφιλιωτικώς — διώκομαι — συγκύριος — δημωφελής — ορχηστρούλα — κοιμάμαι — βαρελοποιία — σταλαγμένος — δασοπόνος — σπαγγοραμμένος — αυγινός — στηθοσκοπικός — σεληνογραφία — καπριτσιόζικο |
|||