|
смысловой; ~ή πλευρά τών λέξεων — смысловая сторона слова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смысловой? — εννοιακός как с (ново)греческого переводится слово εννοιακός? — смысловой — υδατόχρωμα — βρόχισις — ράφτω — φυσιολόγος — Αρτεσία — θριαμβευτικά — σκεπάζω — πολεοδομούμαι — ασκληπιάδης — σάχλας — ακροποταμιά — κυνοκέφαλος — ακρόρριζος — γεμώζω — γαλούχηση — σεληνογράφος — καταχέζω — δακτυλιογραφία — μικροβιολογικός — εγχέλιον — παράμερα |
|||