|
паразитический; ~ βίος — паразитический образ жизни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паразитический? — παρασιτικός как с (ново)греческого переводится слово παρασιτικός? — паразитический — αμαξωτός — κάψα — αιματωμένος — σαβουρογάμης — υδροκυάνιο — εξοπλιστής — περισκοπικός — φθίνω — αδράνεια — υδροπρίων — συνδυάζομαι — ραχιαίος — απαρατήρητα — γομπιασμένος — μεταξουργείο — σφιχτά — κατορθωτός — καφετιά — διάληψη — αλειτούργητος — συγκαλύπτω |
|||