μοναρχικά

формы словаβ
μοναρχικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μοναρχικά? —


αρίδαπτερόρροιααγγειοπλαστικόςσιρόςκοπρανολογίαμπιστολίζωφορτηγήσιοςσπαζοκεφαλιάζωαλειχήναειδοποιητικόςχρωματουργίαθηλάκιοαρτιοδάκτυλοςκολαφίζωφουμαδόροςμπαξέςμιγνύωτσαρδάκιαντραγάθημαηλεκτρομετολλουργίαΣλοβάκος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit