|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μοναρχικά? — — αρίδα — πτερόρροια — αγγειοπλαστικός — σιρός — κοπρανολογία — μπιστολίζω — φορτηγήσιος — σπαζοκεφαλιάζω — αλειχήνα — ειδοποιητικός — χρωματουργία — θηλάκιο — αρτιοδάκτυλος — κολαφίζω — φουμαδόρος — μπαξές — μιγνύω — τσαρδάκι — αντραγάθημα — ηλεκτρομετολλουργία — Σλοβάκος |
|||