|
παθ. αόρ. от ζευγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εζεύχθην? — — μπουραζέρης — επιλέγω — Κύπρια — βουητό — γέρων — απομαδώ — υδρονομικός — δημαγωγία — απλευστος — βιομηχανία — ψυχώνω — σταχτοκουλλούρα — οργανοποιία — χείριστος — τάνυσμα — γοργόπτερος — ανιχνευτής — μπουκάρισμα — βερβέλι — αναστησιά — μεταπίπτω |
|||