Новогреческий словарь
εζεύχθην
εζεύχθην
παθ. αόρ. от ζευγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εζεύχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ειδοποίηση
—
θαλασσόβραχος
—
βωλοκόπος
—
γυμνούμαι
—
σκληρά
—
ρουφηξιά
—
κηδεμονικός
—
ανδροκρατούμενος
—
εξυπηρετικός
—
υδρόμετρο
—
ελάχιστο
—
ρεβιθένιος
—
μετεωρογράφος
—
ισόβαθμος
—
μπατικός
—
απολαμβάνω
—
παιδαρέλλι
—
γραίγος
—
σειώ
—
κοσμοναύτης
—
αναπέμπω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве