|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιεστικά? — — μισονεϊστής — βαθύνους — λιοστάσι — ρούζ — κουρβουλιάζω — ισχιαλγώ — ιματιοθήκη — ειδησεογραφία — εξαφανίζω — ψελλίζω — μπογιατζού — υπερδομή — ψευδοπροφήτπς — ύπνος — ουγγαρέζικος — ακατάπιοτος — αστένεια — μουτσουνάρα — ζεμπερέκι — φτελιά — χαϊβάνι |
|||