|
стой!; стоп!; ~ καί παρά πόδα! — (команда) [phrase]стой! к ноге![/phrase]; άλτ καί πυροβολώ! — [phrase]стой! стреляю![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стой!? — άλτ! как на (ново)греческом будет слово стоп!? — άλτ! как с (ново)греческого переводится слово άλτ!? — стой!, стоп! — ασπριτζής — οριστικότητα — μηκώμαι — ραγάδα — ατσίδας — ευηλεκτραγωγός — πιρούνι — κυπραίικος — κατολίσθηση — συσταχώνω — ανηθικότητα — εθνοφύλακας — κόλλα — εκ — αποθολάσσωση — πασπαλώ — βουτυράς — φαμελιάρης — καπελλιέρα — άχ — αισθησιαρχία |
|||