|
чужестранный, пришлый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чужестранный? — ξωμερίτικος как на (ново)греческом будет слово пришлый? — ξωμερίτικος как с (ново)греческого переводится слово ξωμερίτικος? — чужестранный, пришлый — πασχίζω — μαντατεύω — ύδρευση — μετατάρσιο — αρκουδόπουλο — εντερίτιδα — μακρολαίμης — ελαφίδαι — οινοπνευματοποιήσιμος — χλωραιθήρας — καλημερούδια — πρωτοβουλιακός — ανίζησις — ελεύθερος — ανανταπάντητος — συμβολαιογραφικά — τεντζέρια — λαγαρός — βουγάς — ενδοβένθος — επιον |
|||