|
ο 1) преобразователь; 2) эл. трансформатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преобразователь? — μεταμορφωτής как на (ново)греческом будет слово трансформатор? — μεταμορφωτής как с (ново)греческого переводится слово μεταμορφωτής? — преобразователь, трансформатор — μαρτιανός — αυτοεξορία — σκανδιναυικός — συμμετοχικός — αδιανέμητος — ταγός — αναλογιστής — εξοφλητικός — τυφλοσούρτης — σφιγκτήρας — κουτσοπόδης — καδμείος — μεταλλομάστευση — ξαναμμένος — επίμονος — ζητιάνεμα — αναγνωριστικά — πρήζομαι — ψαλιδάκι — περιγράφω — οξύχολος |
|||