|
кролик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кролик? — κόνικλος как с (ново)греческого переводится слово κόνικλος? — кролик — φτειάνω — γύψωμα — κίνα — χάβαρο — βαρβαρισμός — ξεμαρκάριστος — μπουγατσατζίδικο — απροσδιόριστος — έχει — ντούζικος — ερωμένος — αστερισμός — διεκδικούμενος — ανθρακοφορτίον — πολιτογράφηση — αυτενέργητος — ιστοριοκρατία — βραγιά — γυψοπλάστης — εκτασίμετρον — επίστεγον |
|||