|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανδρωνύμιο? — — εμψυχώνω — καδμείος — αττικισμός — ιριδίζω — δίτονος — αναπηδώ — μόρφασμα — αμηχανώ — ηχοαπορροφητικός — αναίμακτος — ιαματικότητα — προκαταρκτικός — οστισδήποτε — χιονόνερο — μώρα — γυναίκειος — αυγοπόλεμος — λενινιστικά — σύσπαστον — νταούλι — επίδικος |
|||