Новогреческий словарь
ανακατώκισα
ανακατώκισα
αόρ. от ανακατοικίζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακατώκισα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αδιόριστος
—
αυτολυσία
—
στρεπτόκοκκος
—
θεληματίας
—
βύσσινο
—
βρωμόνερο
—
φαγοπότι
—
τελέσφορος
—
γκεσέμι
—
περαιώνω
—
αθέρμαντος
—
Ζευς
—
ματζάνα
—
παγανός
—
σταγόνα
—
συγκλείω
—
πηδαλιουχώ
—
αμνησιακός
—
τριγαμία
—
λογισμός
—
μισοπεθαμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,