|
ο якорная стоянка; рейд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово якорная стоянка? — ναύλοχος как на (ново)греческом будет слово рейд? — ναύλοχος как с (ново)греческого переводится слово ναύλοχος? — якорная стоянка, рейд — ψιττακισμός — ψωριάρικος — ευτού — φθείρ — τομάρι — μονάστρια — ξεσυννεφιάζω — συστολικός — ερπύστρια — αυτοπρογραμματικός — ασβολώδης — συχαρίκια — διχτάκι — ξεχώνομαι — συγχορευτής — αναγεννώμενος — αναπυρώνω — κατράνι — ουτοπίστρια — στατικός — φέστα |
|||