|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λευκορωσικός? — — υπερήλικας — εκρηγνύομαι — Τσιγγάνος — πολυχρονάω — κάππα — ηγέτιδα — πολυζωία — μαθημένος — λαγωνικό — νυχτικιά — μύς — όρυξη — άνεση — αδιασπάθητος — αλωπεκή — ψύλλιον — υπερωκεάνειο — ξυλόψειρα — λαγγεύω — βύζαγμα — καπελλού |
|||