|
η : τύψη συνείδησης — угрызения совести #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τύψη? — — μονιμότητα — προσδοκώμενος — σκρόφα — ασυμφωνία — αγγειόσπερμα — αχαιρέτιστός — φυσική — επιγόμωση — βαμβακοπαρογωγικός — ποτήρια — σκιαξάρης — λέκιασμα — φαλάκρας — δεντροκόπος — περίσφιγξη — ελπίς — ανεξέταστος — κονταροχτύπημα — ανεμίτης — απερισκεψία — εβραΐστρια |
|||