τύψη

формы словаβ
τύψη
η :
          τύψη συνείδησης — угрызения совести



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τύψη? —


μονιμότηταπροσδοκώμενοςσκρόφαασυμφωνίααγγειόσπερμααχαιρέτιστόςφυσικήεπιγόμωσηβαμβακοπαρογωγικόςποτήριασκιαξάρηςλέκιασμαφαλάκραςδεντροκόποςπερίσφιγξηελπίςανεξέταστοςκονταροχτύπημαανεμίτηςαπερισκεψίαεβραΐστρια




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit