|
το 1) прям., перен. волна; ~ τής θάλασσας — морская волна; ηχητικά (ηλεκτρομαγνητικά) κύματα — звуковые (электромагнитные) волны; εκρηκτικό ~ — взрывная волна; βραχέα (μακρά, μεσαία) κύματα — короткие (длинные, средние) волны; ~ τρομοκρατίας (διαμαρτυρίας) — волна террора (протеста) ; 2) вал (морской) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волна? — κύμα как на (ново)греческом будет слово вал? — κύμα как с (ново)греческого переводится слово κύμα? — волна, вал — θάμπωμα — ανάπαιστος — αβράδιαστος — πρόκειται — τουλουμιάζω — εξελκώ — πράσινος — αγριοσίταρο — ανοσιούργία — αφγανικός — γραμματιζούμενος — σπανιότητα — παρεπόμενα — χολολιθίαση — κατασυγχύζω — έφορος — εγγεγραμμένος — εφημεριδοπώλης — μυστήριος — ευηκοΐα — αναταραγμός |
|||