|
ο 1) кошмар; 2) геол. : ~ ο σκώψ — сыч; 3) перен. предатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кошмар? — εφιάλτης как на (ново)греческом будет слово предатель? — εφιάλτης как с (ново)греческого переводится слово εφιάλτης? — кошмар, предатель — καρχηδονιακός — απογυμνάζω — μάγειρας — εξαγόραση — καπνογόνος — ψιλικό — μονορρούφι — αφιλοσόφητος — αξίνιστος — τσελιγγόπούλα — χωρατατζού — ανάφαγος — κορυφογραμμή — Κοκκινοσκουφίτσα — λαχειοφόρος — επιβάλλον — Ποσειδώνας — ενθρονίζω — φυγοστρατία — αδιασταύρωτος — αποξεχνιέμαι |
|||