|
η внучка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внучка? — εγγονή как с (ново)греческого переводится слово εγγονή? — внучка — ξάφρισμα — πλησίστιος — στράφυλο — πατρογονικός — βρούχημα — καραπουτσακλάρα — ραδιοσκόπηση — διατελώ — στέρεος — ακαλωσύνευτος — παρωδιακός — μαυροπούλι — φυλλώδης — θεμελιακός — αναίτιος — σπλαγχνικός — σταθμιστής — συντάκτης — τεσσαρακοστό — καταπολέμηση — έτυχον |
|||