|
лысеть; плешиветь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лысеть? — φαλακρώνω как на (ново)греческом будет слово плешиветь? — φαλακρώνω как с (ново)греческого переводится слово φαλακρώνω? — лысеть, плешиветь — επιπλοποιία — ακλάρωτος — ακαταγώνιστος — λιβανωτόν — συμπληρωματικός — Ινδονήσια — διανομή — ιστιόραμμα — δραστηριότητα — θολερός — αγριος — πρόπερσι — πραξικοπηματικά — πυοδερμία — καθημαξευμένος — θάττον — μαγκιά — προσκεφάλαιον — άσος — κορακοζώητος — σιδεροστιά |
|||