|
τα осколки; обломки; τά κάνω ~ — разбивать вдребезги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осколки? — σμπαράλια как на (ново)греческом будет слово обломки? — σμπαράλια как с (ново)греческого переводится слово σμπαράλια? — осколки, обломки — ξαναγύρισμα — ανέπτην — αυτοτιμωρούμαι — πολύγραφο — ελαβον — σκορδιαλός — μέγας — αυτοσκοπός — αντιμαρξιστικός — ευπείθεια — θεραπευτική — πλημμελειοδίκης — λόβιον — απιδόκρασο — αντίδραση — ψωμίζομαι — μονορρούφι — σταντζιέρα — διακωλύω — βροχονέρι — αλφαδάκι |
|||