|
το мед. жировик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жировик? — στεάτωμα как с (ново)греческого переводится слово στεάτωμα? — жировик — κατοχυρωμένος — αφιέρωμα — ανελλιπώς — ελλειμμοτίας — κατακομμάτιασμα — ιδιωτικός — νεοφασίστας — αγνότητα — εφταετία — σκυθρωπασμένος — μισοανοίγω — λάλημα — καλαματιανός — δράκων — ιχθυόσαυρος — προτάσσομαι — κάνναβις — λεπροκομείο — ξανάνιωμα — αναθεωρώ — τεχνουργείο |
|||