|
το атлас #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово атлас? — λειοσηρικόν как с (ново)греческого переводится слово λειοσηρικόν? — атлас — μουλαράς — γκρεμιστής — τυφλογενής — ξοδεμός — θανατοφοβία — γελασμένος — διαλαλίζω — φουρνιά — σπινθήρισμα — διακλάδωση — ριντώ — παλιόπαιδο — ανάγρσμμα — τεσσαρακονταετία — επισωρεύω — μισοτιμής — γρέμπανο — Α — καθομιλουμένη — αυλάκι — ροκέ |
|||