|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διπλάρμπουρος? — — τηλεφωτογράφημα — ωτοδυνία — λεπτότριχος — λατομώ — θαιρός — ζαερές — ζωγράφα — φωτίτσα — υποκλοπή — νοιάζει — καλαμποκιά — ταινιοειδής — βασκαμένος — οπλοβομβιδοβόλο — γατιάζω — επιτρέπω — ογρός — τσατσοπαναγιά — καθοδοφωταύγεια — δασμολογιακός — ψωροκακόμοιρος |
|||