|
скользкий; ~ δρόμος — прям., перен. скользкий путь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скользкий? — ολισθηρός как с (ново)греческого переводится слово ολισθηρός? — скользкий — εξανθηματικός — λουλούδιασμα — ωδείο — πολυμορφικός — έντερο — ευδιάκριτος — κοφίνα — σαπουνάς — κοταχνιάζει — λευκασμένος — παραλιμνίως — μεγαλοποίηση — απροκάλυπτος — σύμφωνα — αντικειμενισμός — αγγελικό — ιδιάζω — μακρομύτης — δίσεκτος — γιαλός — αποπληκτικός |
|||