Новогреческий словарь
ολισθηρός
ολισθηρός
скользкий
;
~ δρόμος — прям., перен. скользкий путь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скользкий
? —
ολισθηρός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολισθηρός
? — скользкий
#
(ново)греческий словарь
—
σεβνταλού
—
νικοτινισμός
—
πομπώδης
—
έγκαιρος
—
κρασοπατέρας
—
πεπραγμένα
—
υποστάθμη
—
αγαθός
—
γελωτοποιός
—
απαρνιούμαι
—
αναλώτρια
—
βοτανοπώλης
—
υφηγεσία
—
βοδινός
—
εορτασμός
—
αποβουτυρωμένος
—
ασκάλευτος
—
αίγειρος
—
ακριβοθρέφω
—
καμπίνα
—
ζαβλακώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве