Новогреческий словарь
μονώροφος
μονώροφ|ος
одноэтажный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одноэтажный
? —
μονώροφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονώροφος
? — одноэтажный
#
(ново)греческий словарь
—
αναδεχτός
—
απλαστικός
—
στριμμένος
—
βελονοθήκη
—
αντίχειρος
—
επένδυμα
—
σύθεμα
—
ψυχομαραίνω
—
πλασιέ
—
διαβατήριος
—
υαλογραφικός
—
τί
—
στυφούτσικα
—
υδροπνευματοθώραξ
—
διαζώστρα
—
αντεμετικός
—
ανάβραστος
—
βουτήχτρα
—
νηνεμία
—
αμόλεφτος
—
νανοσωματιδια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве