|
ο парша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парша? — άχωρ как с (ново)греческого переводится слово άχωρ? — парша — ολόρθος — ανόργανα — κακουργιοδικείο — επιλαμβάνομαι — δοξάζω — ανομμένος — πυροσβεστικός — αντιστικτική — ακρουρά — παράκρουση — χαυνώνω — βδομάδα — κοσπεντάρι — αναισθητίζω — σαβουράδικο — ελικοπτεροφόρος — αεροπειρατεία — δακτυλίδι — σημαιούλα — βρέχει — εισφορά |
|||