|
вытирать, осушать (губкой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытирать? — ανασπογγίζω как на (ново)греческом будет слово осушать? — ανασπογγίζω как с (ново)греческого переводится слово ανασπογγίζω? — вытирать, осушать — γνησιότητα — ιερατικός — πεντάδιπλος — αγελαδίσιος — γαϊδουρήσιος — αντιχαριστικός — δυσίατος — μύθευμα — κρέβατος — βυνοσάκχαρο — κοντραμπατζής — σπαζοκεφαλιά — μονοτύπης — μαρμαρουργείο — ξενυστάζω — στραβόξυλο — χέλι — υπαγορεύω — μέτρος — νερόκρασο — στεγανόποδο |
|||