Новогреческий словарь
φθάνω
φθάνω
(αόρ. έφθασα, μετχ. πρκ. φθασμένος) см. φτάνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
φθάνω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανοικοδομώ
—
κατακρίνομαι
—
διμορφίσμος
—
όψιος
—
ιστιοφορώ
—
συστήνομαι
—
νομοθετικός
—
αναγομώνομαι
—
προεξοφλητικός
—
κιτρινάδι
—
νομοτελειακά
—
αλετρίζω
—
ορμονικός
—
διάνοια
—
εμποριολογία
—
μέτρο
—
αγριοκόριτσο
—
κοκκινέλη
—
λιποθυμώ
—
ειμή
—
κρεμνώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,