Новогреческий словарь
πορνίδιο
πορνίδιο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πορνίδιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αριδίζω
—
κονία
—
βάρβαρος
—
σπυριάζω
—
σακκοβελόνη
—
άστριβος
—
επταετής
—
γλείφτρα
—
ξαπολνώ
—
τώρα
—
επίκοινος
—
χασαπειό
—
πιτύργιασμα
—
επαμφοτερίζω
—
ιικός
—
μακρομικρόμετρο
—
προγνωστικό
—
τρελοπαντιέρα
—
εκφορά
—
κοινολεκτικός
—
εξιδρωματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве