|
ο папа, отец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово папа? — μπαμπάς как на (ново)греческом будет слово отец? — μπαμπάς как с (ново)греческого переводится слово μπαμπάς? — папа, отец — εξακοσιάκις — ενυπάρχω — χειρουργείο — ιερολογώ — Ολλαντέζος — δήξ — τροχαίος — άύτοπλαστική — ακατασίγητος — λάντσα — άχριστο — ασπάζομαι — αντισφαιριστικός — διάσκεψη — ελαφρότητα — θρομβούμαι — κυμβαλιστής — αρθρίτιδα — καθησυχαστικός — συστράτευση — μοιχός |
|||