|
ο 1) приветствие; ανταποδίδω ~ό — ответить на приветствие; 2) мн.ч. привет; поклон; πολλούς ~ούς (или πολλά χαιρετίσματα) στήν γιαγιά — [phrase]привет бабушке[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приветствие? — χαιρετισμός как на (ново)греческом будет слово привет? — χαιρετισμός как на (ново)греческом будет слово поклон? — χαιρετισμός как с (ново)греческого переводится слово χαιρετισμός? — приветствие, привет, поклон — γουστάρω — εγκυστίωση — οψιμιά — σαρδανάπαλλος — επίζωον — κανακεύω — υδροκριτικός — γρίππη — καυτήρι — μολυβδουργείο — μετεωρογραφία — λεφτάκια — φλοιός — άψογα — διφυής — πρισματικός — κωνοφόρος — μαζώνω — γεζουίτης — φαλσέττο — κλαρί |
|||