|
το рюмка, стопка (для водки) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рюмка? — ρακοπότηρο как на (ново)греческом будет слово стопка? — ρακοπότηρο как с (ново)греческого переводится слово ρακοπότηρο? — рюмка, стопка — αυγουστίνος — προσποιητός — επέτυχον — αγνώμων — ξαναθυμάμαι — τραμουντάνα — πτυχωτός — συνοπτικός — χαρτοπαίκτρια — θειαφισμένος — κρυολόγημα — γατιές — αναλυτικότερα — αντιπερισπώ — αντικατηγορώ — εκκαμινευτής — βοτρυώδης — φρίμασμα — εικοσάδραχμο — μάτς — κοπλιμεντάρω |
|||