|
1) глагольный; ~ό επίθετο — отглагольное прилагательное; 2) : ~ή διακοίνωση — дип. демарш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глагольный? — ρηματικός как с (ново)греческого переводится слово ρηματικός? — глагольный — διαλεχτής — βώλος — τζαμπατζίδισσα — φιλοτέχνημα — κάθετα — μαγνολία — φυσιολόγος — μεταλλογραφικός — καρικατούρα — νεοφερμένος — εργοδότρια — παγοποιητικός — παρακλαδεύω — στραβοτομία — κλειστοφοβία — ασταχυολόγητος — σεπτός — κατοστίζω — χειράφετος — αεριοταμιευτήρας — αρχοθήρας |
|||