ρηματικός

формы словаβ
ρηματικός
1) глагольный;
          ~ό επίθετο — отглагольное прилагательное;
2) :
          ~ή διακοίνωση — дип. демарш



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово глагольный? — ρηματικός
как с (ново)греческого переводится слово ρηματικός? — глагольный


διαλεχτήςβώλοςτζαμπατζίδισσαφιλοτέχνημακάθεταμαγνολίαφυσιολόγοςμεταλλογραφικόςκαρικατούρανεοφερμένοςεργοδότριαπαγοποιητικόςπαρακλαδεύωστραβοτομίακλειστοφοβίαασταχυολόγητοςσεπτόςκατοστίζωχειράφετοςαεριοταμιευτήραςαρχοθήρας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit