|
ο 1) прививка; 2) перен. привитие, прививание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прививка? — εμβολιασμός как на (ново)греческом будет слово привитие? — εμβολιασμός как на (ново)греческом будет слово прививание? — εμβολιασμός как с (ново)греческого переводится слово εμβολιασμός? — прививка, привитие, прививание — βαρβαρότητα — πρωτόγονο — γεννώ — νωχελικός — γιουχαρίζω — παρασύνθημα — ψαρότρατα — προγραμματικώς — μπερμπαντιά — ανέλκωσις — πρίνος — εξευρετικός — μυθοποιούμαι — απονεκρώνω — αντιζυγιάζω — διακατέχω — μερακλήδικος — ημιονοστάσιον — ρετζέλι — αρρωστημένος — αγορανομικός |
|||