|
миллионный; είναι η ~ή φορά πού σου τό λέγω — [phrase]миллион раз я тебе говорил это[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово миллионный? — εκατομμυριοστός как с (ново)греческого переводится слово εκατομμυριοστός? — миллионный — συλλογή — τσίπρα — εθνικιστής — μπεμπέκος — άνανδρος — ομπρελλάδικο — αμμωνιακό — ακροτελεύτιος — αχνάδα — αστείος — ρουλεταρτζής — πιλάφι — γλυκύλαλος — ετεροσκελής — καταβόθρα — αυτοβιογράφος — κείμενος — αμφίτομος — αντίδερο — βουρδουλιά — προσφυγόπουλα |
|||