Новогреческий словарь
πεπεισμένος
πεπεισμένος
Убежденный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεπεισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τοσουλάκι
—
ακόνευτος
—
παλαιά
—
μαντατούρης
—
φυγοδικία
—
εφορειακός
—
μπάρρα
—
ξεκούτιαμα
—
σχάση
—
εθνικοσοσιαλισμός
—
κοσκινισμένος
—
κανίσκι
—
διγένεια
—
εφήμερος
—
ορχηστικός
—
μεταξουργός
—
γλωσσάρικο
—
πολύπραγος
—
τυμβωρυχίο
—
ακριδόπληκτος
—
αναρρηγνύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве