|
размышлять; думать, обдумывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово размышлять? — διαλογιομαι как на (ново)греческом будет слово думать? — διαλογιομαι как на (ново)греческом будет слово обдумывать? — διαλογιομαι как с (ново)греческого переводится слово διαλογιομαι? — размышлять, думать, обдумывать — εγκατάσταση — οικονομία — καταδικασμένος — κουμκάν — απραγματοποίητον — αμαρταίνω — εσώψυχα — ξεροστάλιασμα — καλοφκιασμένος — τυρόπηγμα — συμβιβαστικότητα — ευκίνητο — υπερμέγιστος — καθαυτό — απασχολία — μακρομικρόμετρο — πεντάτευχος — καλλίγραμμος — ναζιάρικος — υπερφίαλα — ανατομικός |
|||