|
спартанский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спартанский? — σπαρτιάτικος как с (ново)греческого переводится слово σπαρτιάτικος? — спартанский — αλλακτικός — κηπευτής — υπερασπιστής — ευκολοθύμητος — ροζ — λιμάζω — αιμοθεραπεία — πουρνάρι — Σύρος — εναρβρώνω — δακτυλιοποιός — νιτερέσο — εκκαθαριστής — ξυλεμπόριο — βουλεβάρτο — σταμνάς — αντιπρόκλησις — προβαδίζω — πλαγιοτροχασμός — αγαλματώδης — κλόουν |
|||