|
влюбляться; όλες τόν ~ονται — [phrase]все в него влюбляются[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбляться? — ερωτεύομαι как с (ново)греческого переводится слово ερωτεύομαι? — влюбляться — αναμοχλεύω — ετερογενής — πανηγυρτζής — ιχθυοκαλλιέργεια — καλογερικός — σύμπτωση — ασακάτευτος — ραδιοεντοπιστής — τοσάκις — τροπή — άνετος — αγερασιά — βραδυφλεγής — ενδοκάρδιον — αντικρινός — προσκόλληση — σιγαροποιός — μεσομύιος — εικονογραφημένος — αναφρούμασμα — ροβολώ |
|||