|
η мед. диплопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово диплопия? — διπλωπία как с (ново)греческого переводится слово διπλωπία? — диплопия — ζαβώνω — υπεραισθητός — προγεύομαι — τραγελαφικός — πουστάρα — περαστικός — ανυπονόητος — γιουχάρω — χωράφι — χορδιστήριο — ωκεάνειος — μαγνησιούχος — αφερματισμός — γραμματολογικός — αμεθεξία — εξουδετέρωση — σαλιγγάρι — αμάτιστος — ξεχώνιασμα — τάχος — επιψευδαργυρωμένος |
|||