|
η 1) женщина-пилот; 2) лоцманское судно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женщина-пилот? — πιλοτίνα как на (ново)греческом будет слово лоцманское судно? — πιλοτίνα как с (ново)греческого переводится слово πιλοτίνα? — женщина-пилот, лоцманское судно — μελεαγρίς — επιπολάζω — μπαχτσές — άντρας — δημοσιοποίηση — τσιμπολόγημα — ρουμπίνι — φουκαριάρικος — στραβισμός — χωρομετρησία — ανθοφυτεία — αντιπυροβολείο — παραβαραίνω — ελεημοσύνη — ομπρός — αγροτεμάχιο — κρυφό — καταχτήτρια — καισαρικός — μάξις — υδροϊωδικός |
|||