|
ο столяр; плотник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столяр? — μαραγκός как на (ново)греческом будет слово плотник? — μαραγκός как с (ново)греческого переводится слово μαραγκός? — столяр, плотник — φελλένιος — ασπροφορώ — ανασκελίζω — δοσμένος — βλαχοποιμήνας — γεώτρηση — τσατίζομαι — χελιδόνισμα — κρινόλευκος — τεκτονική — εξισώνομαι — ακκίζομαι — εθελότυφλος — λειβαδοπέρδικα — εχτύπωση — κηπευτής — σπουρδακύλα — μπεμπές — ατομοκίνητος — αμερικανοκρατούμενος — αιματίνη |
|||