|
( ητος) η ковкость, тягучесть (металла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ковкость? — ελατότης как на (ново)греческом будет слово тягучесть? — ελατότης как с (ново)греческого переводится слово ελατότης? — ковкость, тягучесть — διοικητήριο — ψάμμος — λαθροθήρας — αχλωροφυλλία — τελευτή — καταναλωθείς — τυριέρα — μαξιλλάρα — γιατρολογώ — ζελατίνη — μισιακός — βελούδινος — αντιτορπιλλικό — αποσκορακισμός — πορεύομαι — καρβουνάδικο — υπένδυσις — ολόγεμος — μηχανοποίητος — καταπάνω — μεθοκοπώ |
|||