|
одномачтовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одномачтовый? — μονοκάταρτος как с (ново)греческого переводится слово μονοκάταρτος? — одномачтовый — ματαβάζω — τσιγγούνα — επανδρώνω — φιλάργυρος — αρμακάς — μαλλινίζω — δακτυλοδειχτούμενος — άφευκτος — αποσκυβάλισμα — ανεξάλειφτος — επιφυλάσσομαι — ανεμορρόμβιον — φιλοσοφικός — οσφραντικός — στυπειοθλίπτης — αράχνα — ενδομήτριος — ραδιοφωταύγεια — ανθοστρώνω — δέω — εργοδοτικός |
|||