|
см. γλυκομματ - #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γλυκοματ-? — — βαριακούω — προσβλέπω — αχαιρέτιστός — βύζασμα — διαλαλήτρια — Αλγερίνα — βύθος — σαβάλη — στοκ — ματόκλαδο — κασσιτέρινος — ψιλοκομμένος — ελεφαντούργημα — αυτοκινητιστικός — ερωτώ — μπατακτσής — στρογγυλοποιώ — είλκυσα — αξονικός — μιασματικός — επαναδίπλωσις |
|||