|
ο альтруист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альтруист? — αλτρουιστής как с (ново)греческого переводится слово αλτρουιστής? — альтруист — είσπλους — ταλκης — ρυπαντικώς — ψευδόθυρον — ενδοκρινολογικός — αμμώδης — επανεξέταση — βραχώδης — πλείων — δισεκατομμυριούχα — αχυροφάγος — αβελόνιαστος — συννοσηρότητα — εξοπλιστής — ταπώνω — σμπάρο — όφκαιρος — καταζήτηση — δαιμονόσπερμα — ψυχροφοβία — τελεσίγραφο |
|||