|
тысячелетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тысячелетний? — χιλιοχρονίτικος как с (ново)греческого переводится слово χιλιοχρονίτικος? — тысячелетний — τζοβαϊρικά — οχεύω — ανυποληψία — περιήγηση — οικτιρμόνως — διογκωτικός — νοτάριος — καβαλίκι — τεχνίτις — ψυχοπατέρας — μεταβίβαση — παραμόνεμα — καταβολισμός — λαλαγκόψωμο — σήραγγα — νοιώσιμο — απρωτοκόλλητος — διεκρέω — δεκαπεντάωρος — βροντή — τρίμετρος |
|||