Новогреческий словарь
ωολεύκωμα
ωολεύκωμα
το
яичный белок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
яичный белок
? —
ωολεύκωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωολεύκωμα
? — яичный белок
#
(ново)греческий словарь
—
ατοίμαστος
—
απείραγος
—
αστυφύλακας
—
εκτονώνω
—
πολύεδρο
—
μονόξυλο
—
νέμεση
—
φρικάρω
—
σταλίζω
—
ξαφνίζω
—
υφέν
—
απρόοπτος
—
αβαρία
—
γεροντόπιασμα
—
πρέμνο
—
αναισθητίζω
—
χειράφετος
—
ευνομούμενος
—
φωνοσπασμία
—
μαστίγωμα
—
ακρωνυχία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве