|
το яичный белок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово яичный белок? — ωολεύκωμα как с (ново)греческого переводится слово ωολεύκωμα? — яичный белок — θεσμοθέτηση — μεσοούρανα — γυφτιά — βαοβάβ — κυλινδρικός — ατάγιστος — ταχύπορος — ζενίθιος — ακατάργητος — μαυρόκοτα — τμηματικώς — σημερνός — γενειάδα — εκμηδενίζω — οπλίζομαι — μυσταγωγία — ιαπωνικός — ενοχή — τρίχρους — συμμορφώνομαι — όχτος |
|||